φωτοτρανζίστορ

φωτοτρανζίστορ
το, Ν
(ηλεκτρον.) τρανζίστορ για το οποίο το μέγεθος εισόδου είναι φωτεινή ροή που επιδρά πάνω στην ένωση βάσης-εκπομπού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. phototransistor].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φωτοαγωγιμότητα — Το φαινόμενο της φ. συνίσταται στη διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος σε μη αγώγιμα υλικά (ημιαγωγοί), όταν αυτά προσβάλλονται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες είτε του ορατού φάσματος είτε του υπέρυθρου και του υπεριώδους, των ακτίνων X και των… …   Dictionary of Greek

  • φωτοζεύκτης — ο, Ν (ηλεκτρον.) οπτικοηλεκτρονική συσκευή που συνδυάζει στο ίδιο περίβλημα, προσαρμοσμένες τη μία απέναντι στην άλλη, μία δίοδο φωτοεκπομπής και μία φωτοδίοδο ή φωτοτρανζίστορ, επιτυγχάνοντας πλήρη γαλβανικό διαχωρισμό μεταξύ δύο κυκλωμάτων.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”